- στερητική
- στερητικόςhaving a negative qualityfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερητικῇ — στερητικός having a negative quality fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» … Dictionary of Greek
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
άκουτος — η, ο αυτός που δεν ακούγεται, ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεστωτ. θ. τού ρήμ. ακούω η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
άλεστος — η, ο ο μη αλεσμένος, ανάλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεστός. ρηματ. επίθ. τού αλέθω η στερητική σημασία του αρκτικού α προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
αγανάκτητος — και χτιστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγανακτήσει 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα, ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανακτώ, όπου το αρκτικό φωνήεν α προσλαμβάνει στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα (βλ. α… … Dictionary of Greek
ακούμπητος — η, ο και ακούμπιστος 1. αυτός που δεν έχει στηριχτεί κάπου 2. που δεν έχει ξεκουραστεί καθόλου, που δουλεύει ασταμάτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ακουμπητός με αναβιβασμό τού τόνου, από όπου και η στερητική σημασία του επιθέτου] … Dictionary of Greek
ακροδώμητος — η, ο αυτός που δεν έχει επιστεγαστεί με ακρόδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροδωμίζω αντί ακροδώμιστος, αναλογικά προς επίθετα που προέρχονται από περισπώμενα ρήματα. Ο τονισμός της λ. στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο αρκτικό α στερητική σημασία] … Dictionary of Greek
ακρούμαστος — (και ακούρμαστος), η, ο αυτός που δεν ακούει, ο απειθάρχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρουμάζομαι η στερητική σημασία τού αρκτικού α οφείλεται στον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek